- θαλάσσια ζώα
- Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απιοκρινίδες — Θαλάσσια ζώα που αποτελούν την οικογένεια των κρινοειδών (εχινόδερμα) η οποία έχει εκλείψει. Χαρακτηριστικό των α. ήταν ο απιοειδής κάλυκας, σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πλατύς, σκεπασμένος με πυκνές πλάκες, που στηριζόταν σε ποδίσκο με κυκλική… … Dictionary of Greek
Χιτωνόζωα ή Ουροχορδωτά — Θαλάσσια ζώα, που αποτελούν υποτύπο των χορδωτών. H πρώτη ονομασία τους οφείλεται στον εξωτερικό προστατευτικό χιτώνα τους, η χημική σύσταση του οποίου είναι όμοια με την κυτταρίνη των φυτών· το δεύτερο από μια ραχιαία χορδή που έχουν. Τα X.… … Dictionary of Greek
υδρόζωα — Ομοταξία κοιλεντερωτών. Στην oμοταξία αυτή υπάγονται κοιλεντερωτά ζώα των οποίων η ακτινωτή κατασκευή έχει ως βάση 4, 6 ή περισσότερες ακτίνες. Τα κοιλεντερωτά αυτά έχουν τη μορφή μέδουσας ή πολύποδων. Οι πρώτες κολυμπούν ελεύθερα, έχουν μορφή… … Dictionary of Greek
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek
ανθόζωα — (anthozoa). Τάξη ασπόνδυλων που περιλαμβάνει τις θαλάσσιες ανεμώνες και τα κοράλλια. Τα α. είναι θαλάσσια ζώα που ζουν σε αποικίες ή, σπανιότερα, είναι μοναχικοί οργανισμοί. Στις αποικίες αυτές υπάρχουν πολλά άτομα, πάντα με τη μορφή των… … Dictionary of Greek
κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… … Dictionary of Greek
λεπτοκάρδια — Κεφαλοχορδωτά ζώα με λογχοειδές, επίμηκες σώμα, μήκους 5 10 εκ., σφυκτικές αγγειώδεις διακλαδώσεις και άχρωμο αίμα. Το κεντρικό νευρικό σύστημά τους προέρχεται από μια χορδή που εκτείνεται σε ολόκληρο το σώμα τους και βρίσκεται ψηλότερα από τη… … Dictionary of Greek
άνοος — (anous). Γένος χαραδριομόρφων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Ζουν στις παράκτιες περιοχές της Νότιας Αμερικής και κυρίως στις χώρες με θερμό κλίμα. Τα πουλιά αυτά μοιάζουν με γλάρους και το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 40 εκ. Έχουν πολύ… … Dictionary of Greek
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
γάδος — ο (Α γάδος) ο μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε… … Dictionary of Greek